- κατάκορος
- κατάκοροςdeeplymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάκορος — κατάκορος, ον (AM) ο τελείως κορεσμένος αρχ. άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.). επίρρ... κατακόρως (AM κατακόρως) υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.) μσν. με… … Dictionary of Greek
κατακόρως — κατάκορος deeply adverbial κατάκορος deeply masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκορον — κατάκορος deeply masc/fem acc sg κατάκορος deeply neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόροις — κατάκορος deeply masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόρου — κατάκορος deeply masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόρους — κατάκορος deeply masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκορα — κατάκορος deeply neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοροι — κατάκορος deeply masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)